- πολύορνις
- πολύορνιςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολύορνις — όρνιθος, ὁ, ἡ, Α ο πολυόρνιθος* («πολύορνις Λιβύη», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ὄρνις, ιθος «πτηνό, πουλί» (πρβλ. εύ ορνις)] … Dictionary of Greek
όρνιθα — Το θηλυκό του πετεινού. Πουλί του γένους αλέκτωρ (gallus), της οικογένειας των φασιανιδών. Βλ. λ. πετεινός. * * * η (ΑΜ ὄρνις, ιθος, δωρ. και ιων. τ. ὄρνιξ, ιχος, κρητ. τ. ὄννις, ὁ, ἡ) (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οι Όρνιθες τίτλος μιας από τις… … Dictionary of Greek